Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

‘Οσο οι προδότες του έθνους δεν εκτελούνται παραδειγματικά η Ελλάδα θα υποφέρει – του Έλληνα καθηγητή του Χάρβαρντ Νικόλαου Σταύρου


61
image001Η Προδοσία και η Εκτέλεση Ενός Αγνού Πατριώτη.
Ο Γρηγόρης Σταύρου το Δεκέμβριο του 1952
Η παρακάτω ιστορία είναι κάπως μακροσκελής αλλά σίγουρα ενδιαφέρουσα και αναφέρεται στο θέμα της κατασκοπείας στην Βόρειο Ήπειρο την δεκαετία του 1950. H ιστορία του Ψυχρού Πολέμου έχει γραφτεί με μεγάλες πινελιές που παραγνωρίζουν τον ηρωισμό μεμονομένων ατόμων, εκτός ολίγων που έφερε στην επιφάνεια το Xόλιγουντ και πρόσθεσε το όνομά τους στην αιωνιότητα.
Οι ιδιαιτερότητες εκείνης της εποχής άφησαν μικρό χώρο στα βιβλία ιστορίας για την μοναχική ηρωική φιγούρα που ενεργεί με γνώμονα τον ιδεαλισμό και αψηφάει την μοίρα....
Τέτοιοι ήρωες συνήθως ζούν στις αναμνήσεις αγαπημένων προσώπων, και σε μερικές περιπτώσεις εμπνέουν την λαϊκή μούσα. Πουθενά αλλού ο Ψυχρός Πόλεμος δέν είχε την ένταση που είχε στα Βαλκάνια. Ηταν εκεί που ο Στάλιν και ο Τίτο προκάλεσαν εμφύλιο πόλεμο για να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους και ήταν στην Αλβανία όπου η CIA προσπάθησε να ανατρέψει ένα καθεστώς και να ξεκινήσει αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως «αναχαίτηση του κομμουνισμού».
Αυτή είναι η ιστορία ενός ξέχωρου άντρα που πάλεψε στον Ψυχρό Πόλεμο, έδωσε την δική του προσωπική μάχη, πιάστηκε σε έναν ιστό προδοσίας και πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα. Με δισταγμό γράφτηκε αυτή η ιστορία, αλλά έπρεπε να γραφεί.
Είναι η ιστορία του αδελφού μου, Γρηγόριου Α. Σταύρου, μιά ιστορία που περιστάσεις επέβαλαν να μείνει κρυμμένη για πενήντα χρόνια, μέχρι που η πατρίδα του, η Ελλάδα, αποφάσισε να άρει την ανωνυμία που είχε επιβληθεί λόγω της δουλειάς του: κατασκοπία εναντίον του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία.
Σηκώνοντας το Πέπλο της Μυστικότητας

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1991 έγινε μία σεμνή τελετή στο γραφείο του Ελληνα Υπουργού Εξωτερικών, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη. Σκοπός της ήταν να τιμηθεί ένας στρατιώτης που έπεσε στο καθήκον και ο αναπληρωτής αρχηγός των Ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, στρατηγός Βύρωνας Μπόζιος, περιέγραψε με επισημότητα τον ηρωισμό του.»Οι υπηρεσίες του στο Εθνος και η μοναδική θυσία του», είπε ο στρατηγός, «τον κατατάσσουν ανάμεσα στις πιο ηρωικές φυσιογνωμίες της νεότερης Ελληνικής ιστορίας». Ο στρατιώτης για τον οποίον γίνονταν αυτή η τελετή ήταν ο αδελφός μου Γρηγόριος, μέλος της Ελληνικής μυστικής υπηρεσίας, που προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, δικάστηκε και εκτελέστηκε από την Αλβανική υπηρεσία Sigurimi στις 18 Αυγούστου 1953. Ηταν τότε 23 ετών. Εφτασα στην Αθήνα από την Ουάσιγκτον για να παραλάβω το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων εκ μέρους της οικογένειας Σταύρου, συμπεριλαμβανομένων και των προ πολλού νεκρών γονέων μας.
image004
Ο κ. Νικόλαος Σταύρου
Ο Υπουργός Αμυνας προήδρευσε της τελετής και έκανε μερικά σύντομα σχόλια. Τον ακολούθησαν o Μιλτιάδης Εβερτ, μέλος της κυβέρνησης τότε, καθώς και ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Ιωάννης Βερυβάκης. Οταν ήρθε η σειρά μου να πώ δυό λόγια, δέν μπόρεσα να συγκρατηθώ κα ξέσπασα σε λυγμούς, απελευθερώνοντας έτσι καταπιεσμένα συναισθήματα 38 χρόνων, τα οποία δημιούργησε η εχεμύθεια που επέβαλε το επίσημο κράτος και που έφτανε τα όρια της αναισθησίας.
Η τιμή αυτή έφτασε πολύ αργά για τους γονείς μου. Πέθαναν χωρίς να γνωρίζουν τι είχε συμβεί στον γιό τους γιατί δέν τους το είχα πει. Μετά από προτροπή υψηλόβαθμων στελεχών των μυστικών υπηρεσιών, συμφώνησα να κρατήσω τον θάνατό του μυστικό, δήθεν για να μην προκαλέσω τον θρήνο των γονιών μου, αλλά στην πραγματικότητα για να προστατευθούν “πηγές και μέθοδοι”. «Oι γονείς σου θα πρέπει να ζήσουν με την ελπίδα ότι ο γιός τους είναι ζωντανός», είπε ο ταγματάρχης Πέτρος Δοντάς, διοικητής της μονάδας μυστικών υπηρεσιών του αδελφού μου. «Είσαι άντρας πιά. Γιατί να τους το πεις και να επιταχύνεις τον θάνατό τους;» Ο «άντρας», φορτωμένος με ένα μεγάλο μυστικό ήταν τότε 17 ετών.
Η τελευταία φορά που είδα τον αδελφό μου ζωντανό ήταν σε μία εορταστική εκδήλωση στις 25 Ιανουαρίου 1953, ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Περισσότερα από 50 χρόνια ζούσα κάτω απο το βάρος ενός τρομερού μυστικού και με βασάνιζαν οι τύψεις που δέν μπορούσα να το αποκαλύψω στους γονείς μου. Αλλά έψαχνα να βρώ την αλήθεια για το θάνατο του γιού τους,και πάντοτε πάλευα να ξεχωρίσω τις λογικές επιφυλάξεις για θέματα εθνικής ασφάλειας από τη γραφειοκρατική απανθρωπιά και τα ασύστολα ψέματα. Ημουν αποφασισμένος να εκπληρώσω μία υπόσχεση που έδωσα στους γονείς μου στις 10 Αυγούστου του 1956 – την ημέρα που ξεκίνησα την δική μου Οδύσσεια στις Ηνωμένες Πολιτείες ως πολιτικός πρόσφυγας- να βρω την αλήθεια σχετικά με τη μοίρα του Γρηγόριου. Ήξερα ότι δεν θα τον έβλεπα ξανά, αλλά αρνήθηκα να αποδεχτώ την ιδέα τού να μή γνωρίζουμε τί του συνέβη και γιατί. Η εικόνα του Γρηγόριου να χορεύει με ασυνήθιστο πάθος κατά την τελευταία ονομαστική του εορτή θα έμενε πάντα ζωντανή στο μυαλό μου.
Οπως συνηθίζονταν στις μικρές Ελληνικές πόλεις, πλανόδιοι μουσικοί περνούσαν από τις γειτονιές κατά τις ονομαστικές εορτές για να παίξουν ένα-δυό τραγούδια σε εορτάζοντες και να δεχτούν ένα ούζο ή μερικές δραχμές για αμοιβή. Κανένας άλλος δεν ονομάζονταν Γρηγόρης στον προσφυγικό καταυλισμό των Αμπελοκήπων Ιωαννίνων. Ενας γείτονας οδήγησε τους τροβαδούρους στο παράπηγμά μας του ενός δωματίου και ρώτησε τον πατέρα μου αν θά ‘θελε να παίξουν ένα τραγούδι για την ονομαστική εορτή του γιού του. «Γιατί όχι;», είπε ο πατέρας μου. «Ενας Θεός ξέρει τι μπορεί να συμβεί μέχρι του χρόνου». Άλλωστε είχε κι άλλους λόγους για ένα γλεντάκι: Hταν η πρώτη επέτειος της απόδρασής μας από την τρομοκρατία του Χότζα, μέσ’ στον χειμώνα, περνώντας πάνω από ένα ναρκοπέδιο που η Θεία Πρόνοια είχε φροντίσει να καλύψει με πάγο.
Στις 2 Ιανουαρίου του 1952, ο πατέρας μου Αθανάσιος, οδήγησε τα τέσσερα παιδιά του και την μητέρα τους πέρα από τα Αλβανικά στρατόπεδα εργασίας, περπατώντας έξι ώρες πάνω σε βουνοκορφές που πιάνουν χιόνι από τα τέλη Οκτωβρίου. Κρατώντας ένα ραβδί βοσκού που θύμιζε αρχαίο πατριάρχη, διέσχισε τις παγωμένες βουνοκορφές της Μουργκάνας, αφήνοντας πίσω τους βασανιστές μας, τους τραμπούκους κομμουνιστές της Γριάζδάνη, που εκείνο το βράδυ γιόρταζαν το Νέο Ετος με ατέλειωτες κραυγές εναντίον του «ταξικού τους εχθρού», του πατέρα μου. Περάσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στην Ελλάδα στις 3 Ιανουαρίου του 1952, μόλις οι κομμουνιστές-καθάρματα τέλειωναν το γλέντι τους και γύριζαν στα σπίτια τους μεθυσμένοι. Όπως συνηθίζονταν σε παρόμοιες περιπτώσεις, έριξαν μερικές βολές για να είναι σίγουροι ότι ακούσαμε το αγαπημένο τους σλόγκαν «Ζήτω η πάλη των τάξεων, κάτω ο κulak». Δέν ήξεραν βέβαια ότι ο kulak (Ρωσική λέξη που σημαίνει «πλούσιος χωρικός»), η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του βρίσκονταν ήδη στην Ελλάδα. Για τον πατέρα η επέτειος αυτού του κατορθώματος άξιζε να γιορτάζεται κάθε μέρα. Και την ημέρα αυτή του Αγίου Γρηγορίου θυμήθηκε πάλι αυτό που αποκαλούσε «το θαύμα του περάσματος» στην ελευθερία.
Ολοι μας θυμόμασταν το σοκ στο πρόσωπο ενός ανθυπολοχαγού του Ελληνικού Στρατού όταν ο πατέρας μου του περιέγραψε τη διαδρομή που ακολούθησε σπιθαμή προς σπιθαμή για να οδηγήσει την οικογένειά του στο χωριό Τσαμάντα στην Ελληνική πλευρά των συνόρων. «Πες μου, μπαρμπα-Θανάση», ρώτησε ο αξιωματικός, «είναι ο Αγιος Βασίλης προσωπικός σου φίλος»; Με το Ορθόδοξο ημερολόγιο η ημέρα του εορτασμού του Αγίου Βασιλείου πέφτει την Πρωτοχρονιά. Ο νεαρός αξιωματικός πήρε ένα χάρτη, σημείωσε την ακριβή διαδρομή της πορείας μας και είπε με ολοφάνερη ανακούφιση: «Εσύ και η οικογένειά σου περπατήσατε πάνω σε ναρκοπέδιο και ζείτε για να το περιγράφετε. Προφανώς ο Αγιος Βασίλης σας πρόσεχε».
Το ναρκοπέδιο ήταν απομεινάρι των ηττημένων Ελλήνων κομμουνιστών. Το έδαφος που περπατήσαμε είναι συνήθως καλυμμένο με χιόνι από τα τέλη Οκτωβρίου και παραμένει παγωμένο μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Χιόνι πάνω στο χιόνι, είχαν γίνει όλα σκέτος πάγος πάνω από ο,τιδήποτε υπήρχε από κάτω, συμπεριλαμβανομένων και των πυροκροτητών απο τις νάρκες. Η Θεία Πρόνοια είχε φροντίσει, όπως έλεγε ο πατέρας μου, έτσι ώστε η βαριά χιονόπτωση το βράδυ της απόδρασής μας, να κάνει το περπάτημά μας πάνω στον πάγο πιο ασφαλές και γρήγορο. Χωρίς καμιά αμφιβολία, το ασφαλές πέρασμά μας στην ελευθερία, όπως έλεγε ο πατέρας μου, ήταν ένα θαύμα.
Ένα χρόνο μετά – πρόσφυγες στα Ιωάννινα αλλά ελεύθεροι- ο πατέρας μου με αφορμή την καλή μας τύχη, απεφάσισε να γιορτάσουμε το γεγονός. Παρόλο που είχε αφήσει πίσω του τρεις παντρεμένες κόρες (Aγαθή, Ευθαλία και Σταμάτω), οι τέσσερις γιοί του (Γρηγόριος, Παύλος, Ηλίας και εγώ) ήμασταν όλοι ασφαλείς και οι καθημερινοί εξευτελισμοί απο τα κομμουνιστικά κτήνη είχαν μείνει στο παρελθόν. Ωστόσο δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον Ιούνιο του 1951 είχε κυρηχθεί kulak και είχε δημευθεί η περιουσία του. Ολοι προοριζόμασταν για εξαφάνιση στα στρατόπεδα εργασίας του Χότζα. Θυμόταν ο πατέρας μου ότι είχε βοηθήσει αυτούς τους ίδιους που τον έβριζαν και ότι δεν είχε απουσιάσει ούτε μιά μέρα απο την δουλειά του.
Οταν ο πατέρας μου ζήτησε από τον τοπικό αρχηγό του κόμματος να του δώσει μία εξήγηση γι’ αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση, πήρε ως απάντηση μια «θεωρητική διατριβή» που δεν έβγαζε νόημα. «Ησουν πάρα πολύ καλός σε πάρα πολλούς ανθρώπους» του είπε. «Το να είσαι καλός σημαίνει ότι έχεις επιρροή και το να έχεις επιρροή σημαίνει ότι υποσκάπτεις την εξουσία του κόμματος. Αυτό σε κάνει ταξικό μας εχθρό», συμπλήρωσε. Απ’ εκείνη τη στιγμή ο πατέρας μου αποφάσισε να μη συμμετέχει πιά σε καμιά ταξική διαμάχη. Όλα αυτά όμως ανήκαν πιά στο παρελθόν, και έπρεπε να το γιορτάσουμε την ημέρα της ονομαστικής εορτής του πρώτου του γιού.
Το μουσικό ρεπερτόριο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι καθορισμένο απο μιά παλιά Ηπειρωτική παράδοση. Πρώτα παίζουν κάποιο μοιρολόϊ και ακολουθούν με «παραγγελιά» του εορτάζοντος. Κανένας δέν ξαφνιάστηκε όταν ο Γρηγόριος διάλεξε το «Σκάρος», μιά μελωδία δίχως λόγια.
Την παίζουν συνήθως οι βοσκοί με την φλογέρα τους καθώς βγάζουν τα κοπάδια τους στην βοσκή τα καλοκαίρια, κι ο αντίλαλος που ακούγεται μεσ’ στα βουνά και τα λαγκάδια μοιάζει να συνοδεύει την μελωδία σάν αρμόνιο σε καθεδρικό ναό. Πρίν καταταγεί στον Αλβανικό στρατό, ο Γρηγόριος ζούσε στο βουκολικό χωριό Γριάζδανη και διαρκώς παρακαλούσε τον Θωμά Χαρίτο, μαέστρο στην φλογέρα, να του παίζει ξανά και ξανά τον «Σκάρο».
Οι οργανοπαίκτες έπαιζαν όλη τη νύχτα για την ονομαστική εορτή του. Την επομένη, 26 Ιανουαρίου 1953, ο Γρηγόριος γύρισε στην Αρτα, μιά κοντινή πόλη όπου υποτίθεται ότι θα δούλευε σε πορτοκαλεώνες. Όλοι μας όμως αναρωτιόμασταν: Πού βρήκε τόσα λεφτά για να πληρώσει τους μουσικούς να παίζουν δέκα ώρες; To μεροκάματο στους πορτοκαλεώνες ήταν 30 δραχμές (ένα δολλάριο) την ημέρα στην καλύτερη περίπτωση. Πέντε μήνες αργότερα όλοι μας μάθαμε την αλήθεια και τον Αύγουστο ο Γρηγόριος βρέθηκε μπροστά σε ένα Αλβανικό εκτελεστικό απόσπασμα. Προφανώς ήταν το τελευταίο θύμα του Κιμ Φίλμπι στην Αλβανία.
Ο Γρηγόριος δεν μάζευε πορτοκάλια στην Αρτα. Το φθινόπωρο του 1952, μετά από πολλούς ελέγχους ασφάλειας και πολλαπλά ψυχολογικά τεστ, είχε στρατολογηθεί από την Ελληνική μυστική υπηρεσία. Οι ανώτεροί του τον ετοίμαζαν για επικίνδυνες αποστολές στην Αλβανία, την ίδια κόλαση που είχαμε αφήσει ένα χρόνο νωρίτερα. Άγνωστο γι’ αυτόν αλλά πιθανώς γνωστό στους εργοδότες του, επρόκειτο να αποκαταστήσει μέρος της ζημιάς που είχε γίνει από τον προδότη Φίλμπι. Τον Απρίλιο του 1953 είχε πραγματοποιήσει επιτυχώς μια προκαταρκτική αποστολή για να προετοιμαστεί το έδαφος για το κύριο γεγονός.
Την ημέρα της ονομαστικής του εορτής ήξερε ότι μιά πολύ επικίνδυνη επιχείρηση ήταν στα σκαριά και περίμενε το πράσινο φως που δίνεται από κάποιο υψηλόβαθμο στέλεχος στην ιεραρχία των μυστικών υπηρεσιών. Ανώτερα στελέχη ανησυχούσαν πράγματι για τις αλλαγές που συνέβαιναν στην Αλβανία. Μέσα σε διάστημα ενός έτους από την τολμηρή διαφυγή μας, «η πάλη των τάξεων» έφτασε σε νέα επίπεδα μίσους. Η δυστυχία και η καταπίεση είχαν μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε ρομπότ που το μόνο τους μέλημα ήταν η ενστικτώδης ανάγκη για επιβίωση. Τα πάντα δίδονταν με δελτίο αν και ήταν πολύ λίγα για να μοιραστούν.
Κατά συνέπεια, το να κάνει κανείς μιά χάρη στην αστυνομία και τους τοπικούς πληροφοριοδότες ήταν ο μόνος τρόπος να κερδίσει ένα επι πλέον δελτίο τροφίμων. Και το να κάνει κανείς μιά χάρη σήμαινε συχνά γιοί να προδίδουν γονείς, και αδέλφια να προδίδουν αδέλφια. Τουλάχιστον ένας ανώτερος υπάλληλος των μυστικών υπηρεσιών αναρωτήθηκε εάν έπρεπε να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε αποστολή σε ένα τόσο δυμενές και σκληρό περιβάλλον.
Επίσημα έγγραφα αποκαλύπτουν ότι ο Γρηγόριος επανατοποθετήθηκε στην Αρτα μετά από επιμονή του Προϊσταμένου του Γραφείου Αντικατασκοπίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Ταξίαρχο Χρήστο Γερογιάννη.
Αν και ο Γρηγόριος υπηρετούσε στην αντίστοιχη Ελληνική CIA (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών), ο Γερογιάννης επέμεινε να έχει την τελευταία λέξη για οποιαδήποτε αποστολή κατασκοπίας στην Αλβανία – ιδιαίτερα όταν αφορούσαν έναν πολύ νέο πράκτορα -λόγω αποτυχιών κατά τον προηγούμενο χρόνο. Αφού είδε εκ νέου τον φάκελο του Γρηγόριου και επανειλημμένα ζήτησε διευκρινίσεις από τους άμεσους προϊσταμένους του, ο στρατηγός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Γρηγόριος ήταν ένα πάρα πολύ πολύτιμο «κεφάλαιο» για να δρά από τα Ιωάννινα, όπου ζούσαν χιλιάδες πρόσφυγες από την Αλβανία και μερικοί, αναμφίβολα, ήταν πράκτορες του Χότζα. Κατά την άποψή του, ο Γρηγόριος ήταν «πλήρως αξιόπιστος αλλά ίσως πολύ νέος και πολύ ιδεαλιστής».
Προτάθηκε αμέσως η κατάλληλη εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, ο στρατηγός διέταξε ο Γρηγόριος να μην εμφανίζεται στην «Μονάδα» ούτε στην γύρω περιοχή. (Για λόγους ασφαλείας δεν χρησιμοποιώ τον τετραψήφιο αριθμό της μονάδας και θα αναφέρομαι σ’ αυτήν απλά ως «Η Μονάδα»). Εάν προστατεύονταν κατάλληλα ο Γρηγόριος, σκέπτονταν ο στρατηγός, θα μπορούσε να έχει πολλά χρόνια παραγωγικής εργασίας. Αλλά ο ίδιος, σε ένα μυστικό έγγραφο προειδοποιούσε ρητά:
Το Κέντρο δεν εγκρίνει την ανάληψη οποιωνδήποτε αποστολών από την Μονάδα. Η εκτέλεσή τους πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, γιατί αυτή η περιοχή είναι ακατάλληλη για τέτοιου είδους επιχειρήσεις λόγω των προσφάτων γεγονότων. [ BST 902/3/12/52 (αυτή και παρόμοιες παραπομπές αναφέρονται στα εσωτερικά έγγραφα της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών που βρίσκονται στην κατοχή του συντάκτη)]
Αυτό που συνέβη στο «πρόσφατο παρελθόν» ήταν τρεις κακοσχεδιασμένες επιχειρήσεις. Μία που είχε προδοθεί από τον Φίλμπι, και δύο άλλες που κόστισαν ζωές αλλά παραμένουν ανεξήγητες μέχρι σήμερα.
Ο Γρηγόριος είδε τα πράγματα καθαρά ιδεαλιστικά. Ηταν βέβαιος ότι το έργο του θα επιτάχυνε την πτώση του βάναυσου καθεστώτος του Χότζα. Ο Γερογιάννης πρότεινε να δοθεί βαθειά κάλυψη στον Γρηγόριο και να μετεγκατασταθεί στην ιστορική πόλη της Αρτας, περίπου σαράντα χιλιόμετρα νότια των Ιωαννίνων. Αλλά για πάνω από δύο χρόνια κάτι άλλο «έτρωγε» την Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Η Μονάδα του Γρηγόριου είχε ως διπλανούς γείτονές της μερικούς σκυθρωπούς Αμερικανούς. Εναν από τους διοικητές της Μονάδας, τον ταξίαρχο Χαρίλαο Μαντζούκο (έναν ψηλό, φαλακρό, και ευθυτενή ανώτερο αξιωματικό που είχε επιλέξει αρχικά τον Γρηγόριο), τον ενοχλούσαν τρεις ανεξήγητες αποτυχίες αποστολών τα τελευταία δύο χρόνια στην Αλβανία. Αυτό που ανησυχούσε τον Μαντζούκο ήταν το ίδιο πράγμα που κρατούσε τον Γερογιάννη άϋπνο. Υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ της εγγύτητας της Μονάδας με τους ξένους γείτονες και των αποτυχιών; Και οι δύο στρατηγοί ήταν φανατικοί υποστηρικτές των Αμερικανών αλλά δέν ήταν σίγουροι για την απάντηση. Και όταν δέν ήταν βέβαιοι για κάτι, τότε επικρατούσε η προαίσθησή τους. Κανένας τους δεν είχε αντίρρηση στο να μοιράζονται τις πληροφορίες με τους Αμερικανούς γείτονές τους, αλλά η επιφυλακτικότητα επέβαλε πρόσθετα μέτρα για την προστασία της ταυτότητας των πρακτόρων.
Ως χειρονομία καλής θέλησης, ο Μαντζούκος επέτρεψε σε έναν Αμερικανό πράκτορα να ενημερωθεί απο τον Γρηγόριο τον Μάρτιο του 1952, αλλά μόνο παρουσία του στρατηγού Γιώργου Δημητρόπουλου, Διοικητή της Χωροφυλακής Ηπείρου, του οποίου ο γιός ήταν συμμαθητής μου στην Σχολή Ζωσιμάδων. Αυτό που προκάλεσε το Αμερικανικό ενδιαφέρον για τον Γρηγόριο ήταν τα δύο χρόνια θητείας του στον Αλβανικό στρατό στα Τίρανα και η μοναδική πλεονεκτική θέση του ως ένα από τέσσερα άτομα που επάνδρωσαν τους πύργους επικοινωνιών και υπεράσπισης του μόνου στρατιωτικού αεροδρομίου της πρωτεύουσας. Αυτός και τρεις άλλοι Ελληνες Βορειοηπειρώτες παρακολουθούσαν κάθε αεροσκάφος που προσγειώνονταν στον αερολιμένα καθώς και όλα τα αεροσκάφη που μπαινόβγαιναν στον Αλβανικό εναέριο χώρο επι εικοσιτετραώρου βάσεως. Επικοινωνούσαν απευθείας με τα γραφεία των Υπουργών Αμυνας και Εσωτερικών και με όλες τις αντιαεροπορικές συστοιχίες σε όλη την χώρα. Εν ολίγοις, ο Γρηγόριος ήταν μία ιδεώδης πηγή για τις μυστικές υπηρεσίες.
Ο «Αμερικανός» ο οποίος συνάντησε τον Γρηγόριο στο γραφείο του Δημητρόπουλου μιλούσε τη διάλεκτο Gheg της Αλβανικής γλώσσας, πράγμα που δεν άρεσε στον Δημητρόπουλο. Δεν συμπαθούσε τους Αλβανούς και ακόμη λιγότερο τους Ghegs. Θεωρούσε ότι ήταν μιά φυλή που δέν μπορούσες να την εμπιστευθείς και η οποία πρόδιδε φίλους πολύ εύκολα. Ο στρατηγός συχνά εξιστορούσε ότι η πρώτη μονάδα που διέσχισε τα σύνορα της Ελλάδας απο την Αλβανία το 1940 κάτω από την φασιστική σημαία του Μουσολίνι, ήταν το κακόφημο Αλβανικό τμήμα Tomori που αποτελούνταν από Ghegs.
Επίσης θυμήθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκε από τη CIA σε μια καταδικασμένη προσπάθεια τον Νοέμβριο του 1950 για να ανατραπεί το καθεστώς Χότζα (που οδηγήθηκε κατευθείαν στην παγίδα του Χότζα από τον Φίλμπι) ήταν επίσης Ghegs. Αλλά αυτό που μπέρδευε τον Δημητρόπουλο και τον Μαντζούκο περισσότερο ήταν το ανεξήγητο γεγονός ότι μόνο μερικοί από τους Αλβανούς που συλλήφθηκαν εκτελέσθηκαν, ενώ όλοι οι Ελληνες που συμμετείχαν στην καταδικασμένη εκείνη αποστολή έφτασαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η Μονάδα του Γρηγόριου είχε συντονίσει μέρος της Ελληνικής συμμετοχής στην κακοσχεδιασμένη επιχείρηση της CIA. Κατά βάθος, οι Γερογιάννης και Μαντζούκος, ήξεραν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τους γείτονες, αλλά δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν. Και το να εκφράσουν υποψίες για τους Αμερικανούς θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της σταδιοδρομίας τους. Ακόμα και οι βασικοί πράκτορες της Μονάδας δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την αποτυχία της CIA το 1950 στην Αλβανία. «Ήταν αυτοί ηλίθιοι ή νομίζουν ότι εμείς είμαστε αφελείς;» ξέσπασε ένας λοχαγός του Στρατού.Αλλά τότε, για να είμαστε δίκαιοι, κανένας στην Ελλάδα δεν είχε ακούσει το όνομα Κιμ Φίλμπι. Ο Φίλμπι εργάζονταν στην Ουάσιγκτον, συμβούλευε τη CIA πώς να κάνει την δουλειά της, έδινε όμως μυστικά στους Σοβιετικούς και αυτοί μετά στους Αλβανούς. Η εμπειρία και τα τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου είχαν διδάξει αξιωματούχους όπως ο Γερογιάννης και ο Δημητρόπουλος ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας, θά ‘πρεπε να εμπιστεύονται την προαίσθησή τους, η οποία τους οδηγούσε στην πιθανότητα ότι η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε διαβρωθεί, και εάν αυτό πράγματι συνέβαινε, το ίδιο θα είχε συμβεί και στην Μονάδα του αδελφού μου.
Μέχρι να λύσουν το γρίφο των ανεξήγητων αποτυχιών, το προσωπικό του Γενικού Επιτελείου Άμυνας θα προστάτευε έναν πολλά υποσχόμενο νέο πράκτορα. Διέταξε λοιπόν τον Ταγματάρχη Παναγιώτη Kολλιόπουλο (που αντικατέστησε τον Μαντζούκο ως διοικητή της Μονάδας) να επανατοποθετήσει τον Γρηγόριο στην Αρτα και να του παρέχει κάλυψη σε πολλαπλά επίπεδα και έναν αριθμητικό κώδικα. Δεν θα έπρεπε ο Γρηγόριος να εμφανιστεί ποτέ στην περιοχή της Μονάδας. Έτσι, από τις 12 Δεκεμβρίου 1952, ο Γρηγόριος θα ήταν γνωστός ως Ψ 641 στις εσωτερικές επικοινωνίες της υπηρεσίας, ως George Stephanou στους ξένους, ως Γρηγόριος στην οικογένειά του, και ως Mehmet Beza (ένα μουσουλμανικό όνομα) στην Αλβανία. Λίγοι άνθρωποι ήξεραν για την θέση ή την ύπαρξη της Μονάδας, αλλά μεταξύ αυτών των λίγων ήταν και οι Αμερικανικοί γείτονές του. Η κάλυψη της ταυτότητας του Γρηγόριου σήμαινε κάλυψη καί απο τους Αμερικανούς γείτονες της Μονάδας.
Ο Γερογιάννης εξοργίστηκε όταν έμαθε ότι ο Γρηγόριος πέρασε τη νύχτα της 5ης Μαϊου προς την 6η στην έδρα της Μονάδας, στον δρόμο του για την τελευταία και μοιραία αποστολή του. Με ένα αυστηρό μήνυμα επέπληξε τον Κολλιόπουλο για την παραβίαση του κανόνα ασφάλειας με το να φέρει τον Γρηγόριο στην Μονάδα. «Η πράξη σας ήταν απερίσκεπτη», τόνισε απότομα ο στρατηγός. Η δικαιολογία του Κολλιόπουλου ότι ο Γρηγόριος είχε φτάσει στην μονάδα στις 10 μ.μ. δεν ηρέμισε τον Γερογιάννη. Μπορεί να μην υπάρχουν Έλληνες στους δρόμους, σημείωσε, αλλά οι γείτονες ήταν πάντα εκεί, και τους χώριζε μόνο ένας πέτρινος τοίχος από το τελευταίο υπνοδωμάτιο του Γρηγόριου.
Παρ’ όλο που οι διοικητές του δέν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί όσον αφορά την προστασία της κάλυψης του Γρηγόριου, ο ίδιος ήταν προσεκτικός ακόμη και με την οικογένειά του. Έπεισε τον πατέρα μας ότι εργάζονταν στους πορτοκαλεώνες στην Αρτα, ότι είχε τρία γεύματα κάθε μέρα όπου κι άν εργάζονταν, και ότι είχε κερδίσει αρκετά χρήματα για να γιορτάσει την ονομαστική του γιορτή και την επέτειο της ελευθερίας μας όπως έπρεπε. Δέν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχεί κανείς. Όμως οι διαβεβαιώσεις δεν έπιαναν. Θλιβερές σκέψεις κυρίευσαν τον πατέρα μου την επομένη του εορτασμού. Δεν μπορούσε να διώξει απο μέσα του ένα κακό προαίσθημα, και κάποια στιγμή ξεστόμισε: «Eλπίζω να μη μας βγεί ξυνό το χθεσινό γλέντι και κλάψουμε στο μέλλον». Ο Γρηγόριος που είχε ενημερωθεί σε γενικές γραμμές για την επόμενη αποστολή του, δεν απάντησε. Φαινόταν ότι ήταν ανήσυχος και βιαζόταν να τακτοποιήσει μικροδουλειές πριν επιστρέψει στην Άρτα. Ζήτησε συγγνώμη και έφυγε για να επισκεφθεί τον παιδικό του φίλο και αρχιράφτη, Χρήστο Ιωάννου, να πληρώσει για ένα νέο κοστούμι και να κάνει την τελευταία πρόβα. Μετά πέρασε κι απο ένα φωτογραφείο όπου άφησε μια μικρή φωτογραφία του για να την μεγεθύνει. Ο αδελφός μου ο Ηλίας ακόμα έχει το κοστούμι που δεν φόρεσε ποτέ, και εγώ έχω την μεγεθυμένη φωτογραφία του. Επέστρεψε το σπίτι και είπε αντίο σε όλους εκτός από εμένα γιατί ήμουν στο σχολείο. «Εφυγε για την Αρτα», μου είπε ο πατέρας μου όταν επέστρεψα, «αλλά θα γυρίσει για το Πάσχα». Δεν επέστρεψε ποτέ.
Στις 18 Μαϊου 1953 ο Γρηγόριος συνελήφθη στην Μαλίνα (στην περιοχή Άγιοι Σαράντα) απο πράκτορες της Sigurimi που τον περίμεναν. «Για δύο εβδομάδες», μου είπε η αδελφή μου Ευθαλία 40 χρόνια αργότερα, «η τοπική πολιτοφυλακή και οι ομάδες Sigurimi χτένιζαν τα χωριά Τσερκόβιτσα, Μαλτσιάνι, Αγιος Ανδρέας και Γριάζδανη. Ξέραμε ότι κάτι μεγάλο θα συνέβαινε. Αντιληφθήκαμε απο υπαινιγμούς της Sigurimi ότι κάποιος είχε προδώσει την αποστολή του Γρηγόριου τον Απρίλη. Κάποιος εκτός Αλβανίας, αλλά ποιός και γιατί;». Μετά την ολοκλήρωση του αρχικού μέρους της αποστολής του την προηγούμενη μέρα, ο Γρηγόριος αποτραβήχθηκε μεσ’στο σκοτάδι σ’ ένα μέρος που ήξερε από παιδί, περιμένοντας δύο άτομα που θα πραγματοποιούσαν το κρίσιμο μέρος της αποστολής, την αδελφή μας Αγαθή και τον συζύγο της Eυθαλίας, Κώστα. Το σχέδιο εκτροχιάστηκε.
Το πρωί της 18ης Μαΐου, ο Γρηγόριος κατάλαβε ότι είχε περικυκλωθεί από οπλισμένους εθνοφρουρούς, με πολλούς από τους οποίους είχε μεγαλώσει μαζί. Ηταν ο πρώτος ξάδελφος Σταύρος, δασοφύλακας και μέλος του κόμματος που κρατούσε ένα ιταλικό τουφέκι Carcano. Ντυμένος με μιά αστυνομική στολή ήταν ο Βαγγέλης Μίτσης, ένας αχρείος με αιματηρά χέρια. Ο Κώστας Παππάς, κουνιάδος της αδελφής μας Aγαθής, με ένα γερμανικό Mauser, και ο Αλέξης Λάμπρης κρατούσε ένα ιταλικό μουσκέτο με την ξιφολόγχη εφ’ όπλου, που σήμαινε ότι ήταν έτοιμος για δράση. Ο Αλέξης, ένα από τρία ορφανά που ο πατέρας μου είχε βοηθήσει, ήταν προσωπικό δίλημμα για τον Γρηγόριο.
Ο Αλέξης ήταν έτοιμος να πυροβολήσει τον «εχθρό», αλλά ο αδελφός του Δημήτρης, που είχε δραπετεύσει κι αυτός στην Ελλάδα, είχε ξαναβρεί καταφύγιο στο σπίτι μας στα Ιωάννινα όπου τον είχαμε σαν μέλος της οικογένειας. Ηταν επίσης και ο ανθυπασπιστής Mίτση Πάπας με αστυνομική περιβολή, του οποίου ο πατέρας κάποτε συνελήφθη επειδή έκανε το λάθος να χειροκροτήσει αντί να κτυπήσει τα πόδια του στο έδαφος και να δείξει έτσι την αποδοκιμασία του, όταν σε κάποια συγκέντρωση του κόμματος ακούστηκε να αποκαλούν τον Τίτο «αντιρεβιζιονιστή «.
Το δίλημμα που αντιμετώπισε ο Γρηγόριος ήταν βαθειά προσωπικό. Ποιόν να πυροβολούσε; Θα μπορούσε να έχει θερίσει ολόκληρη την ομάδα που είχε κάνει έναν κύκλο, και μάλιστα σε απόσταση βολής, καθώς περίμενε να πάρει τις τελικές οδηγίες από αξιωματικούς της Sigurimi. Θα έπρεπε να σκοτώσει νεαρά παιδιά με τα οποία μεγάλωσε; Η ανθρωπιά του, η θρησκεία του και η εκπαίδευσή του υπαγόρευσαν μία και μόνο μοιραία απόφαση: Θα πυροβολούσε μόνο άτομα που φορούσαν στολή. Προέκυψε όμως ένα πρόβλημα. Τα μέλη της Sigurimi, που παραδοσιακά ήταν γνωστά για τη δειλία και τη βιαιότητά τους, έμειναν μακριά, εκτός πεδίου βολής, και διέταξαν τοπικούς εθνοφρουρούς να πλησιάσουν και να τον περικυκλώσουν. Οπως αργότερα, στις 13 Ιουνίου 1953, το «Λαϊκό Βήμα» (η εφημερίδα της Ελληνικής μειονότητας που εκδίδονταν στο Αργυρόκαστο)θα διατυμπάνιζε ότι επρόκειτο δήθεν για ‘υπόθεση του λαού’.
Οπλισμένος με ένα Γερμανικό αυτόματο ‘Steiner’ (αύξων αριθμός 1049) και ένα 38άρι του Αμερικανικού στρατού, ο Γρηγόριος πολέμησε γενναία για να ξεφύγει από τον κλοιό. Ο Αντώνης Σ., ένας νεαρός βοσκός, ήταν εκεί κοντά όταν άρχισε η μάχη. Κράτησε αρκετές ώρες, όπως είπε ο Αντώνης το 2006, ντροπιάζοντας έτσι τις δυνάμεις του Χότζα και ανεβάζοντας το ηθικό της καταπιεσμένης Ελληνικής μειονότητας. Αλλά μέσα στον χαμό των πυροβολισμών, ένας από τους εθνοφρουρούς φώναξε σε σπασμένα Αλβανικά για να τον ακούσουν ανώτερα στελέχη της Sigurimi που διηύθυναν την επιχείρηση, «Gligor Nasho, είναι προτιμότερο να φορέσει μαύρα η δική σου μάνα , παρά η δική μου», και πυροβόλησε διαλύοντας έτσι τον αριστερό ώμο και το δεξί χέρι του Γρηγόριου. Αυτός που φώναξε και πυροβόλησε ήταν ο Κώστας Παππάς, κουνιάδος της αδελφής μας. Ανίκανος να αυτοκτονήσει και αιμορραγώντας ασταμάτητα, ο Γρηγόριος συνελήφθη ζωντανός. Επρόκειτο για προδοσία; Προφανώς ναι.
Ξανασχεδιάζοντας μια Επικίνδυνη Αποστολή
Η περιγραφή της αποστολής του Γρηγόριου στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως πολύ επικίνδυνη αλλά και «κρίσιμη». Ο Γερογιάννης που έδωσε την τελική έγκριση, δίσταζε να φορτώσει μόνο σε ένα άτομο μεγάλη και βαριά ευθύνη για μιά και μόνη αποστολή. Ο Γρηγόριος μόνος του απεφάσισε να διακινδυνεύσει την ζωή του. Ο εκπαιδευτής του, ο ταγματάρχης Ιωάννης Θωμαΐδης, δεν υποτίμησε τους κινδύνους ή την αποφασιστικότητα του Γρηγόριου να κάνει το καθήκον του, αλλά δεν είχε προβλέψει την προδοσία.
Δύο μέρες πριν από την αναχώρησή μου για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως πολιτικός πρόσφυγας, επισκέφτηκα τον ταγματάρχη Θωμαΐδη στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων για να τον αποχαιρετίσω και να του ζητήσω να με απαλλάξει από την παλιά μου υπόσχεση να μην πω στους γονείς μου ότι ο γιός τους ήταν νεκρός. Ο ταγματάρχης φαινόταν ότι υπέφερε και η παρουσία μου μεγάλωνε την ψυχική του αναστάτωση. Επέμεινε στις συμβουλές του Πέτρου Δοντά και τις δικές του «να μην επισπεύσω το τέλος των γονιών μου», με το να τους πώ ότι ο γιός τους ήταν νεκρός και εξέφρασε την απογοήτευσή του που αποφάσισα να μεταναστεύσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, προσθέτοντας «και μάλιστα όταν η πατρίδα σε χρειάζεται εδώ». Ηταν μιά κουβέντα που ο πατέρας μου ερμήνευσε σωστά. «Δεν ήθελα ποτέ να φύγεις για την Αμερική», μου είπε, «αλλά τώρα πρέπει να επιμείνω να το κάνεις». Προφανώς, με προόριζαν σοβαρά να ακολουθήσω τα βήματα του Γρηγόριου.
Ο Θωμαΐδης είχε καταλήξει στο νοσοκομείο απο απρόσεκτη και ριψοκίνδυνη οδήγηση. Στην επιστροφή του από μια αναγνωριστική αποστολή στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα, διέλυσε το τζιπ «Willys» που άνηκε στους Αμερικανούς πράκτορες και είχαν το γραφείο τους δίπλα στην Μονάδα. Όλος του ο θώρακας ήταν μέσα σε γύψο και ένας τροχαλίας κρατούσε ψηλά ένα σπασμένο πόδι του. Φαινόταν ότι πονούσε και μ’ άφησε να φύγω αφού πρώτα μου έκανε δύο αινιγματικές δηλώσεις. «Ο Γρηγόριος, ο καλύτερός μας πράκτορας, προδόθηκε, και είμαι σίγουρος ότι εσύ και εγώ δεν θα ησυχάσουμε ώσπου να ανακαλύψουμε από ποιόν και γιατί». Σταμάτησε για λίγο και πρόσθεσε: «Αναρωτιέμαι όμως πως κι αν ακόμη ανακαλύψουμε ποιός ήταν ο προδότης, αν θα κλείσει αυτό το κεφάλαιο ή αν θα ανοίξει νέες πληγές».
Από όσα ήμουν σε θέση να βρώ από επίσημα έγγραφα και πολλαπλές προφορικές αναφορές, η τελευταία και μοιραία αποστολή του Γρηγόριου αποτελούνταν από τέσσερα μέρη. Για δυό εβδομάδες, ήταν μέσα στην Αλβανία (ξεφεύγοντας απο τις Αρχές) και πιθανώς έκανε σύντομα ταξίδια μέσα και έξω από τα Ελληνικά σύνορα για να πληροφορήσει τους «διευθύνοντες» σχετικά με την «κατάσταση» της αποστολής και να κάνει μερικές τροποποιήσεις. Εάν όλα είχαν εξεληγθεί ομαλά, η αποστολή θα είχε τελειώσει μέχρι τις 20 Μαΐου και θα είχε γυρίσει στο σπίτι, όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα σε μιά του επιστολή. «Ζητώ συγγνώμη που δεν θα έρθω στο σπίτι για το Πάσχα, αλλά θα είμαι στο σπίτι στις 20 του Μαΐου στα σίγουρα», έγραψε. Είναι φανερό από έγγραφα και προφορικές αναφορές ότι ο απώτερος σκοπός της αποστολής του ήταν να περισώσει ό,τι είχε απομείνει από ένα δίκτυο που είχε διαλυθεί από τον τρόμο που βασίλευε μετά απο την προδοσία Φίλμπι, και να δημιουργήσει ένα δεύτερο δίκτυο που να στηρίζει ή να αντικαθιστά το πρώτο, μέσα σ’ένα όλο και περισσότερο τρομοκρατούμενο περιβάλλον.
Το αρχικό δίκτυο είχε υποστεί σημαντικό πλήγμα τον Απρίλιο του 1952. Τέσσερα βασικά στελέχη είχαν συλληφθεί και βασανιστεί, και δύο από αυτά είχαν εκτελεστεί. Η καρδιά του δικτύου ήταν στην πόλη Δίβρη όπου Ελληνες πατριώτες χρόνια τώρα καμάρωναν που ξεπερνούσαν στην εξυπνάδα τους κακούργους του Αλβανικού Sigurimi. Ανάμεσά τους ήταν κι ο οικογενειακός μας γιατρός, Δημήτρης Οικονόμου, ο οποίος ήταν μεταξύ των πρώτων που συνελήφθησαν την ημέρα που οι «απελευθερωτικές δυνάμεις της CIA» έφτασαν στην Αλβανία. Μαζί μ’ αυτόν και μια οικογένεια τεσσάρων γενναίων ανδρών που διηύθυναν το «δίκτυο» μέχρι που κάποιοι πραγματικά ηλίθιοι, με τεράστια υπεροψία και που ενεργούσαν από μακριά και μέσα απο τα κλιματιζόμενα γραφεία τους, είχαν τη λαμπρή ιδέα να ρίξουν το καθεστώς του Χότζα με τη βοήθεια του Φίλμπι και των Αλβανών συνεργατών των Ναζί. Οπως φάνηκε μετά από διάφορες αποτυχίες που ακολούθησαν, Δυτικοί αρμόδιοι για σχεδιασμούς κατασκοπίας, επικαλούμενοι υπέρτατη διάνοια, συμπεριφέρονταν ακόμη και σε συμμάχους με περιφρονητικό πατερναλισμό.
Ευγνώμονες για την Αμερικανική βοήθεια που συνέβαλε να ηττηθεί η κομμουνιστική εξέγερση, πεπειραμένοι Ελληνες αξιωματικοί πληροφοριών βασίστηκαν στην υποτιθέμενη εμπειρία των Αμερικανών. Ολα όσα είχαν στα χέρια τους οι Έλληνες ήταν στη διάθεση των Αμερικανών για την επιχείρηση του 1950 που ακόμη και οι κωμικοί αδελφοί Μαρξ θα μπορούσαν να έχουν προγραμματίσει καλύτερα. Δέν έγιναν ερωτήσεις, δέν μπήκαν όροι, ούτε και δημιουργήθηκαν εναλακτικά σχέδια που θα ακολουθούσαν σε περίπτωση ανάγκης. Ταυτόχρονα με την προσγείωση των «απελευθερωτικών δυνάμεων» στις Αλβανικές ακτές, καταδρομείς απο την μονάδα που αργότερα θα γινόταν Μονάδα του αδελφού μου, πέρασαν τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα.
Ημουν στη Βόρειο Ηπειρο όταν ξεκίνησε η καταδικασμένη εκείνη επιχείρηση. Ο Γρηγόριος επάνδρωνε το κέντρο επικοινωνίας στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Rinas όταν ξέσπασε όλη αυτή η μπόρα. Εκεί που δέν το περίμενε κανείς, όπως είπε στον πατέρα, ένα DC-6 πέταξε χαμηλά πάνω από το Δυράχιο, πέρασε μέσα σε λίγα λεπτά πάνω από το σπίτι του Xότζα και έριξε προκυρήξεις με την αναγγελία «απελευθέρωσης της Αλβανίας». Οι σκοποί στις αντιαεροπορικές συστοιχίες στο λιμάνι του Δυραχίου πιάστηκαν στον ύπνο. Ο Tuk Jakova, ο Αλβανός Υπουργός Αμυνας που σύντομα μετά τό ‘σκασε στην Γιουγκοσλαβία του Τίτο, εξαγριώθηκε και απαιτούσε εξηγήσεις από ανθρώπους στους οποίους θα φόρτωνε όλη την ευθύνη. Αμέσως όμως θα καταλάβαιναν ότι δέν υπήρχε ανάγκη για κάτι τέτοιο, ούτε λόγος ν’ ανησυχούν για ένα ελικοφόρο αεροσκάφος που έριχνε προκυρήξεις. Οπως αποδείχθηκε, οι Αλβανοί ήταν πανέτοιμοι για την «εισβολή» μέχρι ακόμη και για το πόσα ακριβώς οχήματα θα μετέφεραν αυτούς που σίγουρα θα συνελάμβαναν καθώς θα έβγαιναν απο τα υποβρύχια ή θα περνούσαν τα σύνορα. Ηταν μια επιχείρηση με όλα τα χαρακτηριστικά μιας πρόβας τζενεράλε για τον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα.
Ημουν στο δρόμο για το Γυμνάσιο στον Θεολόγο με άλλους έξη συμμαθητές μου όταν επιχειρήθηκε αυτή η «απελευθέρωση» της Αλβανίας. Το προηγούμενο βράδυ, ένα αεροσκάφος πέταξε πάνω από το χωριό μου, συνέχισε προς το Δελβίνο και τους Άγιους Σαράντα, έκανε μία στροφή πάνω από την Κέρκυρα και ξαναχάθηκε στον Ελληνικό εναέριο χώρο προς τα Ιωάννινα. Στην πορεία του έριξε προκυρήξεις στην Ελληνική γλώσσα που υπόσχονταν την απελευθέρωση της Αλβανίας και της Ελληνικής μειονότητας από την κόλαση του Xότζα. Κατεβαίνοντας τις απότομες πλαγιές του Μανγκανάρι, μάζεψα μερικά φυλλάδια γραμμένα στα Ελληνικά και με τον Αλβανικό δικέφαλο αετό τυπωμένο ανάγλυφα. Ήταν σκόρπια σ’ όλο τον δρόμο. Με το μυαλό ενός εφήβου, οι ειδήσεις αυτές άξιζε να διαδωθούν, αλλά μιά τέτοια κίνηση ήταν επικίνδυνη ιδιαίτερα όταν αυτός που θα τις διέδιδε ήταν γιος ενός «ταξικού εχθρού». Προσποιήθηκα ότι δεν ήξερα καλά Ελληνικά στην καθαρεύουσα, έδωσα μερικά φυλλάδια στο διευθυντή του σχολείου και με ένα ύφος αγανάκτησης και περιέργειας μαζί, του ζήτησα να μας εξηγήσει τι έλεγαν οι προκυρήξεις. Όταν το ξανασκέφτηκα αυτό μετά από χρόνια, κατάλαβα πως αυτή ήταν η δεύτερή μου «πράξη» αντίστασης καθώς έκανα διακόσιους μαθητές να καταλάβουν ότι κάτι σπουδαίο συνέβαινε. Η πρώτη μου παρόμοια «πράξη» ήταν το 1948, όταν έπεισα τους μαθητές της έκτης τάξης να μποϊκοτάρουμε τα μαθήματα για όλη την χρονιά εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την στέρηση των δελτίων τροφίμων.
Σάν καλοί σύμμαχοι, οι Έλληνες είχαν θέσει στην διάθεση των συμμάχων για την αποστολή που είχε προδώσει ο Φίλμπυ, όλα όσα γνώριζαν, ακόμη κι ό,τι κρύβονταν στο Διβροβούνι, έξι μίλια από κεί που γεννήθηκα. Αυτός που επελέγη να φθάσει στο Διβροβούνι κατά τη διάρκεια αυτής της καταδικασμένης σε αποτυχία αποστολής του 1950, ο Δημήτρης Βίτος, έπεσε σε παγίδα στο Τσιάμικο χωριό Μαρκάτι. Κι άλλοι γενναίοι άνδρες συνελήφθηκαν από τους πράκτορες του Xότζα. Είχαν ειδοποιηθεί από τους αξιωματούχους της Μόσχας που τους κρατούσε ενήμερους ο Φίλμπι. Ο Βίτος ήταν άσχημα πληγωμένος και υπήρχε κίνδυνος η Αλβανική Sigurimi να τον πιάσει ζωντανό. Ο αρχηγός της ομάδας καταδρομέων στον δρόμο για την Δίβρη, ο Θωμάς Μέλλος, (πρώτος ξάδελφος της μητέρας μου), συμβούλεψε τον βαριά πληγωμένο Δημήτρη «να προστατεύσει την αποστολή». Χωρίς να διστάσει ο Δημήτρης, έβαλε «την επιτυχία της αποστολής» πιό πάνω από τη ζωή του. Έβαλε το όπλο στον κρόταφό του και πάτησε τη σκανδάλη. Το πτώμα του βρέθηκε από Τσιάμηδες Αλβανούς και τον έθαψαν σε ένα δάσος, πέντε μίλια ανατολικά από τον τόπο που γεννήθηκα.
Μόνο ένα τραγούδι που είχε γράψει στην φυλακή ο οικογενειακός μας γιατρός, ο Οικονόμου, θρηνεί τον θάνατο του Δημήτρη. Ακόμη να τον τιμήσει η πατρίδα του… Ο Μέλλος επέστρεψε στην Ελλάδα με την είδηση ότι η αποστολή της CIA ήταν καταδικασμένη, αλλά ποιός άκουγε έναν στρατιώτη που οι ηρωικές του πράξεις θα χρειάζονταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να εξιστορηθούν; Κατέληξε τελικά στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όπου πέθανε το 1986.
Με την αποτυχία της τραγικής αυτής επιχείρησης επιβεβαιώθηκε και η ύπαρξη ενός κρίσιμου μηχανισμού κάπου στην Δίβρη που έκανε την Sigurimi να βασανίζει τους ντόπιους με απερίγραπτο τρόπο προσπαθόντας μάταια να αποσπάσει κάποια ομολογία.
Για πάνω από ένα χρόνο πριν από την αποστολή του Γρηγόριου, κανείς δεν είχε πλησιάσει την κρύπτη της αντίστασης -τη γιάφκα- στην Δίβρη, αλλά η Sigurimi ήταν πιo σίγουρη από ποτέ για την ύπαρξή της και άρχισε μια διαδικασία έρευνας για να βρει ποιός ήταν ο επι κεφαλής της ομάδας αντίστασης εκεί. Οπως ανέφερα νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1952 τρία αδέλφια και ο πατέρας τους είχαν συλληφθεί. Δικάστηκαν κρυφά, οι δύο εκτελέσθηκαν και στον τρίτο δόθηκε ποινή οκτάχρονης φυλάκισης, ενώ ο πατέρας χάθηκε στα στρατόπεδα εργασίας του Xότζα όπου και πέθανε. Πρόκειται για τους αδελφούς Κενούτη, που ήταν όλοι δάσκαλοι, όλοι πατριώτες, όλοι ιδεαλιστές και όλοι γενναίοι όσο δέν γίνεται. Δεν πρόδωσαν κανέναν και τίποτα, και η γιάφκα δεν είχε αποκαλυφθεί. Από μετέπειτα απολογισμούς και διαθέσιμα αρχεία, φαίνεται ότι η ευθύνη δόθηκε στον Γρηγόριο να δημιουργήσει ένα νέο δίκτυο αναξάρτητα απο την ύπαρξη της «γιάφκας» στην Δίβρη.
Αυτός που επρόκειτο να πραγματοποιήσει το τέταρτο σκέλος της αποστολής του Γρηγόριου, και που είχε εγκριθεί εκ των προτέρων από τη Μονάδα του, έγινε ο προδότης και ουσιαστικά ο εκτελεστής του αδελφού μου: Λεγόταν Σωκράτης Παππάς, γιός ενός ιερέα, υπαρχηγός μεραρχίας ανταρτών. Είχε συλληφθεί το 1944 για «την προσπάθειά του» να αποκαταστήσει επαφές με την Συμμαχική Διοίκηση της Μέσης Ανατολής, καταδικάστηκε τότε σε θάνατο, αλλά τον έσωσε ο Rexhep Pliaku, φίλος του πατέρα μου. Ο Σωκράτης ήταν σύζυγος της αδελφής μου Αγαθής, γαμπρός μας, και αδελφός του Κώστα Παππά που είχε φωνάξει για να τον ακούσουν όλοι: «Γκλιγκόρ Νάσο, καλύτερα η δική σου μάνα στα μαύρα παρά η δική μου».
Παρόλο που ο Σωκράτης είχε εγκριθεί από την Μονάδα για το «κρίσιμο» τμήμα της αποστολής, η αδελφή μου Ευθαλία μου λέει ότι ο Γρηγόριος, που είχε συναντήσει την Αγαθή μόνη της στις 16 Μαΐου, της είχε πεί ρητά να μην μαρτυρήσει στον σύζυγό της την παρουσία του. Παραδόξως, κάτι που του κινούσε την υποψία, εκείνη την ημέρα ο Σωκράτης απουσίαζε από την πόλη. Μόνο η Αγαθή και ο σύζυγος της Ευθαλίας, ο Κώστας, επρόκειτο να επισκεφτούν τον Γρηγόριο στην κρυψώνα του για τις τελευταίες οδηγίες. Μάλλον ο Γρηγόριος είχε μάθει απο την Χαρίκλεια,την βασική και έμπιστη πληροφοριοδότη του στην Γριάζδανη, κάτι για τον Σωκράτη που τον ενοχλούσε και τον αναστάτωνε. Αλλά η Αγαθή, αδελφή μας και σύζυγος του Σωκράτη, ή έκανε το λάθος να εμπιστευθεί τον σύζυγό της και να του μαρτυρήσει την παρουσία του Γρηγόριου, ή απλά δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί εκείνη θα πήγαινε στην Μαλίνα μέσ’ στην νύχτα.
Μετά τον παραλίγο θάνατό του, το 1944, ο Σωκράτης είχε γίνει «ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές «. Μπορούσε να επιδιορθώνει τα πάντα και να ταξιδεύει ελεύθερα από χωριό σε χωριό χωρίς να κινεί υποψίες. Τα κατορθώματά του σε διάφορες μάχες ενάντια στους Ναζί και τους Αλβανούς Φασίστες συνεργάτες τους δεν είχαν ξεχαστεί, ακόμα και μετά από την προσπάθειά του να αποκαταστήσει επαφή μονάδας ανταρτών με την διοίκηση των Δυτικών Συμμάχων. Ο Σωκράτης προσπαθούσε να ξαναγίνει μέλος του κόμματος, αλλά για να τα καταφέρει χρειαζόταν κάτι «θεαματικό» για να αποδείξει μιά για πάντα, ότι «είχε μετανοήσει για το λάθος του 1944», για το οποίο λάθος κατηγόρησε τον πεθερό του, δηλαδή τον πατέρα μου, για τις συμβουλές που του είχε δώσει. Τι πιό θεαματικό από το να προδώσει το γαμπρό του, τον αδελφό της γυναίκας του;
Μια σειρά τριών αξιόπιστων ανθρώπων είχε πραγματοποιήσει πιστά το δικό της μερίδιο της αποστολής. Η Χαρίκλεια απο την Γριάζδανη προειδοποίησε την αδελφή μας Αγαθή για την άφιξη του Γρηγόριου. Ο Θωμάς, παιδικός φίλος του Γρηγόριου, που ενεργούσε ως εφεδρεία, ανέλαβε να ελέγχει τις ύποπτες μετακινήσεις της οπλισμένης πολιτοφυλακής και να ειδοποιεί τον Γρηγόριο εάν κάτι πήγαινε στραβά. Ο Κώστας (σύζυγος της Ευθαλίας) επρόκειτο να πάει στην Μαλίνα με την Αγαθή, όχι με τον Σωκράτη, να πάρουν οδηγίες, και να εκτελέσουν το «κρίσιμο» τμήμα της αποστολής που περιελάμβανε κι ένα ταξίδι στην Δίβρη.
Όμως η Αγαθή αγνόησε τις οδηγίες του Γρηγόριου, κι έτσι ο Σωκράτης ξεκίνησε μαζί με τον Κώστα για το ραντεβού τα μεσάνυχτα, 17-18 Μαϊου. Δεν μάθαμε ποτέ γιατί η Αγαθή αγνόησε τις οδηγίες του Γρηγόριου. Πέθανε μέσ’ στη θλίψη της το 1986. Αλλά για την Ευθαλία ήταν ένα λάθος που δεν μπορεί να ξεχάσει ή να συγχωρήσει εύκολα. Με δάκρυα έχει εξιστορήσει τα γεγονότα και «χρεώνει» τον θάνατο του αδελφού της στην «απροσεξία της αδελφής της, η οποία δεν μπορούσε να κρατήσει μυστικό από τον σύζυγό της». Είναι μια κατηγόρια που σπαράζει την καρδιά. Το ταξίδι του Σωκράτη για δουλειές του μιά μέρα πριν από τη σύλληψη του Γρηγόριου, και η απόφαση της Αγαθής να περιμένει τον σύζυγό της, σήμαινε ότι Γρηγόριος αναγκαστικά θα περίμενε άλλη μιά μέρα, και το χειρότερο, ο ίδιος δεν ήξερε γιατί. Είχε συμφωνήσει με την Αγαθή για τις λεπτομέρειες του επόμενου «ταξιδιού» της στο δάσος.
Τελικά, το βράδυ της 17ης Μαΐου, ο Κώστας και ο Σωκράτης που είχε αντικαταστήσει την Αγαθή και τον οποίο ο Γρηγόριος δεν περίμενε να δει, ξεκίνησαν για το δάσος της Μαλίνας. Δεν έφτασαν εκεί ποτέ. «Στα μισά του δρόμου για το Φραγκοπήγαδο», σύμφωνα με την Ευθαλία, «ο Σωκράτης άρχισε να μαλώνει με τον Κώστα δυνατά αψηφώντας την ασφάλεια της αποστολής, σαν να ήθελε να τον ακούσει κάποιος. Τότε, απο κάποια απόσταση, ακούστηκε ένας και μόνος πυροβολισμός». Λές και ήταν κάποιο σήμα, ο Σωκράτης γύρισε απότομα και είπε στον Κώστα με τρόπο αποφασιστικό: «Δεν πάω πουθενά. Είναι πολύ επικίνδυνο». Επέστρεψαν καί οι δυό τότε στο σπίτι. Μάταια περίμενε ο Γρηγόριος άλλη μιά μέρα, και ούτε το βράδυ πήγαν εκεί αυτοί που θα εκτελούσαν το τελικό σκέλος της αποστολής του. Πρέπει να είχε αναρωτηθεί για το τι είχε συμβεί, αλλά το πρωί τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Η αδελφή του η Αγαθή τον «έστησε» και ο σύζυγός της που προθυμοποιήθηκε να πάρει την θέση της τον είχε προδώσει. Άνθρωποι που έζησαν αυτά τα γεγονότα, και είναι ακόμη ζωντανοί,τα διηγήθηκαν και τα επιβεβαίωσαν.
Στις 17 Μαΐου, όταν ο Σωκράτης επέστρεψε απο το «ταξίδι του για δουλειές» συνέβη κάτι συνταρακτικό. Οι Sigurimi διέταξαν να παρουσιαστούν επειγόντως οι εθνοφρουροί απο πέντε χωριά στο χωριό Θεολόγος για μια «συνηθισμένη επιθεώρηση όπλων». Ο Σωκράτης ήταν τρομερά νευρικός εκείνη την ημέρα καθώς έπινε και κουβέντιαζε με τον αδελφό του τον Κώστα. Το πρωί της 18ης Μαΐου πήγε στο καφενείο για να δεί άν συνέβαινε τίποτα. Πράγματι συνέβαιναν πολλά. Ενα ανήσυχο και ταραγμένο πλήθος οπλοφόρων, μεταξύ τους και ο αδελφός του Σωκράτη, ο Κώστας, είχε συγκεντρωθεί κάτω απο τον πλάτανο. Αν και δέν ήταν μέλος του κόμματος, ο Κώστας ήταν γνωστός ως άριστος σκοπευτής, και εκείνη την ημέρα του έδωσαν ένα όπλο. Αλλά αντί να γίνει επιθεώρηση όπλων, τους έδωσαν πρόσθετα πυρομαχικά και μετά προχώρησαν προς την Μαλίνα, υποτίθεται για ασκήσεις. Ο Σωκράτης έμεινε στο καφενείο, παρήγγειλε ένα διπλό Fernet, και περίμενε τις εξελίξεις.
Γύρω στις 10:00 το πρωί άρχισε μια μάχη στην Μαλίνα, ένα άτομο εναντίον πλήθους. Ο Γρηγόριος ήταν βαριά τραυματισμένος. Αντί να καταφέρει να ολοκληρώσει την αποστολή του το προηγούμενο βράδυ, ο Κώστας (αδελφός του Σωκράτη) τον πυροβόλησε εν ψυχρώ και διέλυσε το χέρι του Γρηγόριου. Για ανταμοιβή το κόμμα έκανε τον Κώστα μέλος του και τον άφησε να κρατήσει το όπλο για να το χρησιμοποιεί σε άλλες, μελλοντικές προδοσίες.
Βαριά τραυματισμένο τον Γρηγόριο τον φόρτωσαν σε ένα άλογο και τον πήγαν στην Τσερκόβιτσα. Η Eυθαλία και η Aγαθή έτρεξαν να τον δουν και του πήγαν μιά κουβέρτα να τον σκεπάσουν καθώς τον είχαν ξαπλώσει μεσ’ στην λάσπη. Οι Αλβανοί δεν άφησαν τις αδελφές του να του δώσουν νερό ούτε να τον ακολουθήσουν στους Άγιους Σαράντα. Οι εθνοφρουροί συνέχισαν να συγχαίρουν τον Κώστα για την σκοπευτική του δεινότητα. Ένας απ’ αυτούς, απο τον Αγιο Ανδρέα, που είχε υπηρετήσει με τον Γρηγόριο στον Αλβανικό στρατό, σκούπισε ένα δάκρυ και έφυγε για το σπίτι του όταν είδε ποιός ήταν ο τραυματίας μέσα στην λάσπη. Ο Σταύρος, πρώτος ξάδελφος, πλησίασε για να ρίξει μια προσεκτική ματιά στον Γρηγόριο, έβρισε επανειλημμένα, του έδωσε μιά γερή κλωτσιά, τον έφτυσε στο πρόσωπο, και πήγε στο σπίτι του μάλλον ικανοποιημένος για αυτά που είχε κάνει. Ο Mίμης Κασσιάρας, ο χασάπης του χωριού και φίλος του Σωκράτη ιδιαίτερα όταν έπιναν, για να μήν «μείνει πίσω» και τον ξεπεράσει ο Σταύρος, κλώτσησε τον Γρηγόριο στον τραυματισμένο ώμο του. Μια κραυγή, «Μάνα μου!!!», αντηχεί ακόμα στα αυτιά της Ευθαλίας. Ηταν η μόνη φορά εκείνη την ημέρα που έδειξε πόσο πονούσε.
Οι φήμες διαδόθηκαν γρήγορα ότι ήταν ο Γρηγόριος αυτός που πολέμησε την Sigurimi και την τοπική εθνοφυλακή για έξι ώρες. Οι τρεις αδελφές μας (η τρίτη αδελφή μας,η Σταμάτω, δεν ήταν μπλεγμένη σε κείνη την αποστολή) προετοιμάστηκαν για το χειρότερο που ήταν βέβαιο ότι θα ερχόταν: συλλήψεις και βασανιστήρια.
Το βράδυ της 18ης Μαΐου, ο Θωμάς Χαρίτος έβγαλε την γυαλιστερή χάλκινη φλογέρα του, αλλά αυτήν την φορά δεν έπαιξε τον «Σκάρο», το αγαπημένο τραγούδι του Γρηγόριου. Επαιξε ένα Μοιρολόι που ταίριαζε στην περίπτωση. Η θεία μας Αγγελική από την Σμίνετση μάζεψε τα παιδιά της για να τα συμβουλέψει ο πατέρας τους, ο Δημήτρης Φίλης, που ήταν δάσκαλος. Ο θείος Δημήτρης τα προειδοποίησε: «Μην δείξετε την θλίψη σας για τον χαμό του ξαδέλφου σας. Να φέρεστε όσο το δυνατόν φυσιολογικά. Θλίψη σημαίνει συμπόνοια, και κάτι τέτοιο σίγουρα θα φέρει την Sigurimi στο κατώφλι μας. Κλάψτε μόνοι σας και κρυφά».
Ενα φορτηγό με ανοιχτή καρότσα και με πολλούς φρουρούς τριγύρω του, μετέφερε τον Γρηγόριο στο Αργυρόκαστρο για «ιατρική φροντίδα». Επρεπε να γίνει πάλι καλά για τις ανακρίσεις, τα βασανιστήρια, μια εικονική δίκη, και την εκτέλεση. Συμπτωματικά, η νοσοκόμα που τον φρόντισε στο νοσοκομείο του Αργυρόκαστρου ήταν η Ολγα Κάλη από την Λεσινίτσα, συγγενής από την πλευρά της μητέρας μας. Με τους πολιτοφύλακες παντού τριγύρω της, η Ολγα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κάνει να αισθάνεται άνετα. Οπως εξιστόρησε τα γεγονότα σε μια συνέντευξη από δημοσιογράφο που ενεργούσε για λογαριασμό μου (τον Φεβρουάριο του 2007), ο Γρηγόριος είχε οργιστεί με τον Σωκράτη για «την προδοσία του» και ρωτούσε επανειλημμένα την Ολγα εάν ήξερε τι είχε συμβεί στις αδελφές του: «Είχαν συλλληφθεί; Αν μπορείτε πέστε τις να μην ανησυχούν για μένα, θα είμαι εντάξει».
Η είδηση της σύλληψης του Γρηγόριου έφθασε πολύ γρήγορα και στην Μονάδα. Ενώ ο Γρηγόριος ήταν σε εχθρικό έδαφος μέσα στην Αλβανία, ο συνταγματάρχης Σπύρος Λύτος του Σώματος του Μηχανικού είχε στείλει δύο συνδέσμους στην ίδια περιοχή, μάλλον για να περάσει λαθραία την πεθερά

1 σχόλιο:

  1. Μὲ "ἔφτιαξες" κ. Σταύρου. Μοῦ ἔφερες εἰς τὸν νοῦν κάτι παλαιὰ βλακώδη δικά μου.. Τέλοςπάντων.
    Τὴν περίπτωσιν τοῦ ἀδελφοῦ σας κάποιοι τὴν ἐγνωρίζαμε πρὸ πολλοῦ ἀλλὰ ἐν πάσει περιπτώσει δὲν ἔχω παρὰ νὰ συγχαρῶ τὸ ἰστολόγιον διὰ τὴν δημοσίευσίν σας. Ἐνίοτε ἔχει καὶ καλὲς στιγμές....!!
    ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
    Ἐν πάσει περιπτώσει πρέπει ὅλοι νὰ διαβάσουν τὸ κείμενον αὐτό τὸ τόσο διδακτικόν, ἀλλὰ πολὺ ἀμφιβάλλω ἄν κάποιος θὰ τὸ κάμει... Βλέπετε, εἰς τὶ θὰ ὀφεληθῆ ἔνας λαὸς ἀρνησίπατρις, ἀρνησίθρησκος καὶ ἀρνησίγλωσσος ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα; Καὶ τὶ τὸν ἐνδιαφέρουν τέλος πάντων;; Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐπρόδωσαν τὸν ἀείμνηστον Γρηγόριον αὐξάνονται καὶ πληθύνονται εἰς σημεῖον νὰ προδίδουν ὁλόκληρον πλέον τὴν Ἑλλάδα ἔναντι εὐτελῶν ἀναταλλαγμάτων ἐκλέγοντες ὅ,τι χειρότερον ἀπὸ τὴν σαβοῦραν τῆς πολιτικῆς ὑπονόμου.
    Ἐν πάσει περιπτώσει κάποιοι ἐννοοῦν νὰ αἰσθάνονται ὑπερήφανοι διὰ τὸν ἥρωα Γρηγόριον Σταύρου, ἐσεῖς ὡς ἀδελφός καὶ ὁ γράφων ὡς Ἕλλην.
    Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ Παλληκαριοῦ!
    ΑΘΑΝΑΤΟΣ !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΠΕΣ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΥΒΡΕΙΣ. Παρατηρούμε ακραίες τοποθετήσεις αναγνωστών. ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη δύσκολη θέση να μην βάζουμε ΟΛΑ τα σχόλια. Δόξα στο Θεό η Ελληνική γλώσα είναι πλούσια ωστε να μην χρειάζονται ακραίες εκφράσεις.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Συνολικές προβολές σελίδας

Αναγνώστες

Επικοινωνήστε μαζί μας στο: politisvaris1@yahoo.gr

Επικοινωνήστε μαζί μας στο: politisvaris1@yahoo.gr
politisvaris1@yahoo.gr

Blog Archive